στραγγαλιστικός

στραγγαλιστικός
-ή, -ό, Ν [στραγγαλίζω]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στραγγαλισμό, στον στραγγαλιστή, ή στον στραγγαλιστήρα
2. φρ. «στραγγαλιστικό πηνίο»
(ηλεκτρ.) πηνίο με πολλές σπείρες και σιδερένιο πυρήνα το οποίο συνδέεται κατά σειρά σε ένα κύκλωμα και χρησιμοποιείται στις ανορθωτικές διατάξεις για την αποκοπή ή την ελαχιστοποίηση τής εναλλασσόμενης συνιστώσας τού ανορθωμένου ρεύματος, αλλ. αποπνικτικό πηνίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”